-
Μετα-μαραθώνια κενότης
-
Η χθεσινή μέρα ήταν η τελευταία, από μια σειρά διακοσίων-και, που ασχολήθηκα με τη διπλωματική μου εργασία. Είμαι πλέον έτοιμος να πω, ότι αυτό που ήξεραν όλοι για μένα τους τελευταίους μήνες, πάει, πέρασε. Το είδος Homo Diplomaticus του γένους Homo Glezus αφήνει την τελευταία του πνοή σήμερα, δίνοντας τη σκυτάλη στο… εμ… Homo Liberus; (γέλια…)
Επιτέλους, μπορώ να πω ότι είμαι ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα.
(Κάπου εδώ, η φωνή της συνείδησης ψιθυρίζει ότι μεγάλο μέρος αυτού του αισθήματος ικανοποίησης ίσως να μην οφείλεται στο ότι πράγματι ολοκλήρωσα τους τόσους στόχους που έβαλα, ή στο ότι είμαι πραγματικά ευχαριστημένος με την προσπάθεια που κατέβαλα και από το αποτέλεσμα που πέτυχα, αλλά περισσότερο στο ότι κουράστηκα να προσπαθώ… Κάτι σαν αυτό που νιώθουν κάποιοι άνθρωποι στα 30 τους: μετά από χρόνια αναζήτησης του ιδανικού συντρόφου της ζωής τους και απόρριψης τόσων άλλων γιατί απλά δεν ήταν “αρκετά καλοί”, ξαφνικά βρίσκουν τον ιδανικό και αναρωτιούνται αν πράγματι είναι ο ιδανικός ή αν απλά τον βλέπουν έτσι γιατί κουράστηκαν τη σταυροφορία τους…)
Όπως κάθε μαραθώνιος υπερπροσπάθειας, έτσι κι ο δικός μου προβλέπεται να ακολουθηθεί από μια περίοδο θλίψης… Ήδη άρχισε, το βλέπω. Πάντα έτσι γίνεται. Το είχε πει και ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο καλλιτεχνικός διευθυντής των τελετών των Ολυμπιακών Αγώνων:
“Ά, είναι γνωστό ότι υπάρχει η περίφημη “ολυμπιακή κατάθλιψη” την οποία περνούν όλοι όσοι ασχολούνται με τη διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων. Πάντα συμβαίνει αυτό. Είναι αποτέλεσμα της υπερπροσπάθειας. Αντλείς απ’ όλες τις αποθήκες της ενέργειάς σου, ψυχικές και σωματικές, και μετά μένεις άδειος…”
Σε πολλά από αυτά που κάνουμε στη ζωή μας, ανεξαρτήτως αν είναι απαραίτητο ή όχι, δίνουμε όλο μας τον εαυτό για να το κάνουμε όσο καλύτερα μπορούμε (Οι άνθρωποι της ιστοριούλας πιο πριν, τον έδωσαν στο να βρίσκουν ελαττώματα στον καθένα που γνώριζαν, μέχρι τα 30 τους φυσικά που “κάτι άλλαξε”). Πολλοί θέλουν τον αγώνα αυτό να είναι μια πράξη ιερή και απαραίτητη για καθένα που αναζητεί το καλύτερο στη ζωή και στις δημιουργίες του — εξ’ άλλου, άνθρωπος <άνω+θρώσκω (αρχ. κοιτάζω, βλέπω) = Το ον που βλέπει (στοχεύει) ψηλά.
Αναρωτιέται κανείς λοιπόν, γιατί μέσα τον πόνο της καρδιάς και του μυαλού που παίρνει τη θέση της υπερπροσπάθειας, αισθανόμαστε πιο έντονα από κάθε άλλη φορά, έστω και για μια στιγμή, την ματαιότητα της προσπάθειας και των όλων;
Οφείλεται, μήπως, στην λάθος προοπτική που είχε ο {καλλιτέχνης, αθλητής, εραστής, διπλωματικο-εργασιο-γράφος} κατά τον μαραθώνιο του; Μήπως στην πραγματικότητα δεν έτρεχε για το τέρμα του σταδίου, αλλά για το τέρμα της δίψας του για κορεσμό της ανάγκης να νιώσει ότι προσπάθησε αρκετά;
Κι ακόμη χειρότερα, μήπως το τέλος δε μέλλει την “πλήρωση” του κορεσμού, αλλά την “εξαγορά” της δίψας;
Μήπως τελικά, δεν τρέχουμε για το τέρμα του αγώνα αλλά για το τέλμα του;
Πάντως, αν η ίδια η πορεία είναι αυτή που δίνει αξία στο τέρμα/τέλμα του δρόμου προς το τέλειο, τότε η πρόβλεψη αποδοχή της ύπαρξης του τέλους, το λιγότερο που μπορεί να κάνει είναι την πορεία μας πιο ευχάριστη.
Ίσως θα έπρεπε να αφήνουμε πιο συχνά στην άκρη την υπερηφάνεια μας και να το προβλέπουμε και να το αποδεχόμαστε κι εμείς.
Είναι θεϊκό να αναζητείς το τέλειο. Είναι ανθρώπινο να σταματάς κάπου.