-
Φάρος
-
Το κακό με όταν, καλώς ή κακώς, αναβάλλεις πράγματα, είναι ότι μετά βγαίνεις από το “mode” τους και ενώ μαζεύονται αυτά, άντε μετά να τα βολέψεις σε μια σειρά. Γιατί η διάθεση είναι αυτή που μετράει και, αν είναι να σου βγουν με το στανιό, να σου λείπει το βύσσινο.
Έχει καιρό να γράψω κάτι ‘δω χάμω. Όχι επειδή δεν έχω τίποτε να πω, κάθε άλλο. Νέα άλλο τίποτε τελευταία. Είναι το κλασικό πρόβλημα στο μπλογκοσφέρι, που μου βγαίνει και ‘μένα μια φορά κάθε τόσο χωρίς να το θέλω. Θες να γράψεις κάτι πιο καλό από αυτό που σου βγαίνει αυθόρμητα τούτη τη στιγμή που πιάνεσαι παρέα με το πληκτρολόγιο. ‘Κει που στην παρέα σου θα έλεγες πέντε κουβέντες, θες να γράψεις έντεκα στο μπλόγκι, και να τις γράψεις καλά. Με σειρά, να πεις όλα σου τα νέα. Με ύφος, να τα διαβάσουν ζευγάρια μάτια και να πουν “ωωω!”. Αυτό ακριβώς το “ωωω!” που δε λένε διαβάζοντας αυτές εδώ τις αράδες, που γράφω όπως μου ‘ρχονται.
Ο Εμπειρίκος έλεγε κάτι παρόμοιο “αυτόματη γραφή” αν δε με ξεγελούν οι μνήμες. Γράφω τώρα λοιπόν και δε σβήνω τίποτα. Ότι γράφεται, μένει. Αν δεν έρθει η επόμενη αράδα λέξεις σε μερικά δευτερόλεπτα, γράφω το πρώτο που μου βγαίνει. Έτσι, αυθόρμητα. Όπως αν τα έλεγες σε λόγια. Είναι πιο όμορφα, πιο αληθινά έτσι.
Γύρισα τον κόσμο τελευταία. Φαίνεται υπάρχουν κι άλλοι εκεί όξω, πέραν της αφεντιάς μου, που βρίσκουν ενδιαφέροντες τους καρπούς της σχεδόν καθημερινής, πολύωρης συνουσίας μου με τον υπολογιστή. Καλό είναι αυτό υποθέτω.. αν κάθεσαι μονάχος μην κάνοντας τίποτα και κανείς δε σου δίνει σημασία, κάτι λάθος θα κάνεις μάλλον.
Κάθομαι στο Φάρο, την καφετέρια στην Πάτρα, δίπλα στη θάλασσα, με θέα το ηλιοβασίλεμα. Έτσι όπως παλιά, στα χρόνια τα φοιτητικά. Ντύθηκα τη φωτογραφική μου μηχανή, φορτώθηκα το λάπτοπ και ένα μπωλάκι μακαρονάδα αραμπιάτα και ήρθα να περάσω το απογευματάκι μου εδώ. Φάγαμε παρέα με κάτι ψαράδες τα μακαρόνια — τουλάχ